Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Ο θεσσαλικός Πηνειός στη Γεωγραφία, Μυθολογία, Λογοτεχνία

Κάντε κλικ και βρείτε τον Πηνειό και τους παραποτάμους του!!!
   
Ο Πηνειός στη Γεωγραφία 
   
    Ποτάμι της Θεσσαλίας, ο Πηνειός (αργυροδίνης, δινήης κατά τον Όμηρο) έλαβε τη σημερινή μορφή, μετά την απομάκρυνση των υδάτων της άλλοτε μεγάλης Θεσσαλικής λίμνης, από ρήγμα που δημιουργήθηκε στην κοιλάδα των Τεμπών. 
      Ο θεσσαλικός Πηνειός σχηματίζεται από την συμβολή του Μαλακασιώτικου ρεύματος, που πηγάζει κοντά στην διάβαση της Κατάρας, στο βουνό Περιστέρι, σε υψόμετρο 1.800μ. και του ρεύματος Μουργκάνι, που πηγάζει στην βόρεια πλευρά των Αντιχασίων, κοντά στο χωριό Γερακάρι, σε υψόμετρο 1.100μ. Αρχικά ρέει προς τα ανατολικά και εισέρχεται στην θεσσαλική λεκάνη 5 χιλιόμετρα δυτικά της Καλαμπάκας, όπου και στρέφεται προς Νότο. Διέρχεται νότια των Τρικάλων και κατόπιν στρέφεται προς τα ανατολικά, σχηματίζοντας μαιάνδρους. Περνάει από την Λάρισα και κατευθύνεται προς το Βορρά με έντονα μαιανδρικές μορφές, φθάνοντας ως τις προσβάσεις του Κάτω Ολύμπου. Στο σημείο αυτό στρέφεται προς τα ανατολικά, μπαίνει αρχικά στο στενό της Ροδιάς και κατόπιν στην πανέμορφη Κοιλάδα των Τεμπών, μεταξύ Ολύμπου και Όσσας. Βγαίνοντας από την Κοιλάδα των Τεμπών, στο βορειοανατολικό άκρο της, ρέει για σύντομο διάστημα σε μια χαμηλή προσχωματική περιοχή, που ο ίδιος ο ποταμός έχει σχηματίσει και εκβάλλει στο Αιγαίο Πέλαγος, νότια του Ακρωτηρίου του Πλαταμώνα και βόρεια του χωριού. 
     Ο Πηνειός έχει μήκος 205 χιλιόμετρα. Κυριότεροι παραπόταμοί του είναι: Ο Τιταρήσιος, ο Ενιπέας, ο Σοφαδίτικος, ο Ελασσονίτικος, ο Ληθαίος και ο Φαρσαλιώτης. Η λεκάνη απορροής του καλύπτει έκταση 10.700 km2 και είναι ο τρίτος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας, μετά τον Αλιάκμονα και τον Αχελώο, που πηγάζει από ελληνικό έδαφος. Το ορεινό τμήμα του Πηνειού έχει χειμαρρώδη ροή, η κλίση της κοίτης του είναι μεγάλη και μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή, ενώ στην ίδια περιοχή βρίσκεται το μεγαλύτερο στην Ελλάδα, δάσος πλατανιών. Το ξεχείλισμα του Πηνειού και των παραποτάμων του πάντοτε εναπόθετε γόνιμη λάσπη, άριστο λίπασμα για τα θεσσαλικά χωράφια.
 
Ο Πηνειός στη Μυθολογία

    Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Πηνειός είναι γνωστός ένας ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος (δηλαδή αδελφός των Ωκεανίδων) όπως όλοι άλλωστε οι ποταμοί κατά την ιδεοανθρωπόμορφη τότε αντίληψη. Ο Πηνειός κατοίκησε στη Θεσσαλία και ήταν ο θεός του ομώνυμου ποταμού. 
     Από την Κρέουσα (πηγή), την κόρη του Ουρανού και της Γης, απέκτησε ένα γιό (παραπόταμο), τον Υψέα, βασιλέα των Λαπήθων, (που υδροδοτούσε την περιοχή των Λαπήθων), και μία κόρη (πηγή εκ των υδάτων του), την Στίλβη, μητέρα του Λαπήθου και του Κενταύρου. Κατ' άλλο μύθο ήταν πατέρας της νύμφης Δάφνης, την οποία αργότερα κυνήγησε ο θεός Απόλλωνας και όταν την έφθασε αυτή μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό. 
     Κατά τον Παυσανία γιος του Πηνειού ήταν και ο Ανδρεύς ο οποίος ερχόμενος από τη Θεσσαλία στον Ορχομενό της Βοιωτίας αποκάλεσε την γύρω χώρα "Ανδρηΐδα γην".
     Ο λαός της Θεσσαλίας έπλασε έναν άλλο, νεότερο μύθο για τον Πηνειό. Σ’ αυτόν το μύθο κυριαρχούν η φυσιολατρία και τα ανθρώπινα αισθήματα και συναισθήματα με τα οποία ο λαός στόλιζε τους θεούς που λάτρευε: "Ήταν μια φορά μια μάνα που είχε τρία παιδιά. Το ένα, το μεγαλύτερο, το έλεγαν Αχελώο, το δεύτερο Άραχθο και το τρίτο, το μικρότερο, Πηνειό. Ζούσαν αγαπημένοι πάνω στην Πίνδο όλοι μαζί. Κάποιο πρωί, όμως, ξύπνησαν τα παιδιά και είδαν πως έλειπε η μητέρα τους. Τη φώναξαν, έψαξαν γύρω, αλλά πουθενά δεν τη βρήκαν. Αποφάσισαν, λοιπόν, να πάρουν διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας και φωνάζοντας. Το πρώτο παιδί έκανε προς το Βραχώρι (Αγρίνιο) σχίζοντας ορμητικά τα βουνά και αφρίζοντας (γι’ αυτό τον λένε και Ασπροπόταμο). Το δεύτερο πήγε προς την Άρτα και το τρίτο, ο Πηνειός, κατέβηκε στη Θεσσαλία, που την περπάτησε ολόκληρη χωρίς αποτέλεσμα. Δεν τη βρήκαν πουθενά τη μάνα τους και απελπισμένα έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν!"

Ο Πηνειός στη Λογοτεχνία 
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανδρέα Καρκαβίτσα " Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ" 

    "O Πηνειός κατέβαινεν από τα Tέμπη, ανάμεσα στις καταπράσινες και ισκιωμένες όχθες του, θολός και φουσκωμένος. Tου απριλομάρτη το ηλιοπύρι ετίναξεν αρκετά επίβουλα τα φιλήματά του στα βαρυστοιβαγμένα χιόνια των βουνών και καταρράχτες αυτοσχέδιοι εκρεμνίζονταν από τα Xάσια και τον Πίνδο, από την Γκούρα και τον Όλυμπο, κι εχύνονταν πολυώνυμα παρακλάδια στην πολυδαίδαλη κοίτη του. Δέντρα συγκλαδοκορμόρριζα, ροζωτές βελανιδιές και φουντωτά πεύκα και πλατάνια χιλιόχρονα· οξές θεόρατες κι ελάτια σταυρωτά ερροβολούσαν ένα με τ’ άλλο, μισοπεθαμένοι γίγαντες, μ’ έκφραση θλίψεως, γιατί άσπλαχνα εχωρίσθηκαν από την ψηλή κοιτίδα τους· μ’ έκφραση θριάμβου στο γοργό διάβα τους, γιατί εφέρνονταν ακίνδυνα επάνω στα υγρά νώτα ανήλεου στοιχειού.
  Tα όρνια των βουνών, οι αετοί και τα ξεφτέρια, οι πετρίτες και τα γεράκια, κουρασμένα πολλές φορές από το αέρινο ταξίδι τους, εκατέβαιναν στους σκληρούς κορμούς κι εποταμοδρομούσαν αγέρωχα με τα κλαδωτά νύχια καρφωμένα στις σχισμάδες της φλούδας, με τα μάτια στυλωμένα στις απλωτές πεδιάδες ζερβόδεξα, με την συνείδηση της δυνάμεώς τους ολοφάνερη στο σώμα, με τα γυριστά ράμφη γεμάτα από φρίκη και απειλή, δεσπότες τύραννοι των αδυνάτων και των δειλών. Tα ήμερα πουλιά της πεδιάδας, οι πελαργοί και οι νυχτοκόρακες, οι κουρούνες και οι φασιανοί και οι αγριόχηνες, θεονήστικα από τις πλημμύρες, εκάθιζαν επάνω στα κλαδιά κι εζητούσαν σπόρους θρεφτικούς και παράσιτα στις σχισμάδες τους. Kαι τα πουλιά τα ταξιδιάρικα, τα χελιδόνια και τα σπουργίτια, τα τρυγόνια και τα περιστέρια, όλα τ’ αφρόντιστα πλάσματα, εκούρνιζαν εμπιστευτικά στα φυλλώματα, μαζί με το βδελυρό φίδι, που εχώνευε στην κουφάλα, και τον ποντικό, που αργομασούσε φιλόσοφος τ’ ακρορρίζα τους. Kιβωτοί θεόσταλτοι τα ρουπάκια έφερναν τους φτερωτούς ταξιδώτες ανάμεσα από θεόρατα βουνά και άγρια φαράγγια, από σκοτεινούς δρυμούς και αρρωστημένους βάλτους, δίπλα σε πολιτείες πολυάνθρωπες και χωριά μοναχικά, κάτω από ερημοκλήσια θλιμμένα και μοναστήρια και μετόχια, από πεδιάδες ολοφώτιστες και αδιάβατα δάση, με το βόγγημα του νερού και των ανέμων τον τάραχο στα γνώριμα μέρη τους, στα ποθητά τους γιατάκια. Kι έξαφνα, με τον πρώτο κλονισμό του φορείου, οι ελεύθερες ψυχές ετινάζονταν ζευγαρωτές είτε χωρισμένες με κλαγγή φτερών και αλαλαγμόν άγριο στον γαλανόν αιθέρα ψηλά, ν’ αρχίσουν νέο κυνήγι και αλληλοσπάραγμα· να γεμίσουν τ’ άγρια δάση με κελαδήματα και τα σπίτια των δούλων με ολόχαρες φωνές."
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου