Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Πατριωτισμός vs Εθνικισμός

Ο νέος πατριωτισμός
Τάκη Θεοδωρόπουλου (Η Καθημερινή)

Υ​​πάρχουν εποχές της Ιστορίας που η λέξη «πατριωτισμός» και η στάση που συνεπάγεται είναι προφανής. Το 1940 οριζόταν από την υπεράσπιση της χώρας από τους εισβολείς και στην Κατοχή που ακολούθησε από την αντίσταση στους κατακτητές. Η εποχή δεν σήκωνε αποχρώσεις, αν και ο τρόπος που ο καθένας οραματιζόταν ακόμη και στις πιο σκοτεινές ημέρες της Κατοχής την απελευθερωμένη χώρα αποδείχτηκε διχαστικός και ιδιαιτέρως καταστροφικός. Στην ερειπωμένη από τον Εμφύλιο ελληνική κοινωνία η λέξη «πατριωτισμός» αντί να ενώνει δίχαζε. Το τραγικό καλοκαίρι του 1974, με τον τουρκικό στρατό να προελαύνει στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενσάρκωσε τη στάση του πατριωτισμού: ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας που έδωσε ξανά την αξιοπρέπεια στα καθημαγμένα αισθήματα της πατρίδας. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο πατριωτισμός, είναι η αλήθεια, δεν ήταν του συρμού. Η δημοκρατία είχε σταθεροποιηθεί, οι εξωτερικοί κίνδυνοι είχαν ελαχιστοποιηθεί και το αριστερό λεξιλόγιο είχε καθιερωθεί ως επίσημο λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ακόμη και οι παλιοί δεξιοί, προκειμένου να επιβιώσουν, προσπαθούσαν να πείσουν πως και αυτοί κατά βάθος σοσιαλιστές ήσαν. Η πατρίδα δεν χρειαζόταν τον πατριωτισμό μας. Μια χαρά τα πήγαινε και μόνη της, οπότε εμείς μπορούσαμε να την κακοποιούμε κατά βούληση για να αποκομίζουμε τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για εμάς και τις οικογένειές μας. Μπορούσαμε να χτίζουμε αυθαίρετα, να καταπατούμε δάση και να ρουφάμε το δημόσιο ταμείο λες και ήταν δροσιστικό. Οσοι τουλάχιστον εξ ημών είχαν πάρει το μήνυμα των καιρών και είχαν αντιληφθεί το νόημα της ζωής σ’ αυτόν τον τόπο. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν να αγαπούν τις ερημικές ακρογιαλιές της παιδικής τους ηλικίας.


    Τα χρόνια αυτά, κοντά μισός αιώνας, πάντως πάνω από μια γενιά, ο πατριωτισμός μεταλλάχθηκε και ταυτίσθηκε με τον εθνικισμό. Ο πατριωτισμός είναι η αγάπη για μια ζωντανή πραγματικότητα, η οποία, επειδή είναι ζωντανή, μπορεί και να αλλάξει και να ανανεωθεί, να βελτιωθεί ή και να χειροτερέψει. Δεν παύεις να αγαπάς τη σημερινή Ελλάδα επειδή είναι γερασμένη, καταπονημένη από τις δοκιμασίες. Ο εθνικισμός είναι η λατρεία των συμβόλων. Η λατρεία της αποχυμωμένης, εξιδανικευμένης ζωής. Αν ο Αισχύλος, τηρουμένων όλων των αναλογιών, ήταν «εθνικιστής» –με τους όρους της εποχής του– οι «Πέρσες» του θα ήταν ένας ανόητος ύμνος στην Αθήνα. Ομως ήταν πατριώτης και προσπάθησε να καταλάβει για ποιον λόγο η μικρή του πόλη νίκησε την αυτοκρατορία. Απ’ αυτήν την άποψη, ο «πεντοζάλης» που υποτίθεται πως θα χορεύουν οι «αγορές» όταν η Ελλάδα αποσυνδεθεί από τις δεσμεύεις της, εκτός από κακόγουστος και ανήθικος –θυμίζει πολύ ελληναρά για να μπορεί να σταθεί ακόμη και στο στόμα του σαραντάχρονου ηγέτη– είναι και παραπλανητικός, όπως όλα τα εθνικιστικά σύμβολα. Ο εθνικισμός, σε αντίθεση με τον πατριωτισμό, ενεργοποιεί την εκδικητικότητα και θυσιάζει τους όρους της πραγματικής ζωής στον βωμό των συμβόλων: οι καλοί Ελληνες και οι κακοί Ευρωπαίοι μπορεί να ικανοποιούν τη ρητορική των μεταμεσονύκτιων τηλεοπτικών πάνελ, αλλά είναι φαντάσματα του παρελθόντος.


     Στη σημερινή Ελλάδα ο πατριωτισμός δεν είναι προφανής. Η πραγματικότητα την οποία καλείται να υπερασπισθεί είναι ήδη απαξιωμένη ακόμη και στα μάτια όσων θέλουν να την υπερασπισθούν. Είναι χτισμένος πάνω σε αντιφάσεις, κατά συνέπεια δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μέσα από τις αποχρώσεις, πέραν του καλού και του κακού. Ενα είναι βέβαιο: όποιος βλέπει τη χώρα αποκομμένη από τους συμμάχους της, άρα μια χώρα που έχει απεμπολήσει τα κεκτημένα της, δεν μιλάει τη γλώσσα του πατριωτισμού. Η θέση της Ελλάδας στη σημερινή Ευρώπη, με όλα της τα χάλια, είναι κατάκτηση των Ελλήνων. Η υπεράσπιση αυτής της θέσης είναι το ελάχιστο πατριωτικό καθήκον.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Πόσο "ανοιχτή" είναι η τάξη στην κριτική;;;

Μια αλήθεια που πονάει -και δεν είναι μόνο εκπαιδευτική- είναι πως η κριτική προς τα έργα μας πονάει όσο καλόπιστη κι αν είναι. Ίσως να μη εκπαιδευθήκαμε από τα παιδικά μας χρόνια στο να κρινόμαστε, αλλά μάλλον στο να κρίνουμε, και πολλές φορές, ισοπεδωτικά. Ίσως να βλέπουμε στο πρόσωπο του κάθε "κριτή" κάποιον πολύ επικίνδυνο εχθρό που θα γκρεμίσει το ψυχικό οικοδόμημα που έχουμε επιμελώς χτίσει-εξωραΐσει. Ίσως, τελικά, να φοβόμαστε τον ίδιο τον πατέρα μας που ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει και τη βαριά σκιά του.
    Θεωρώ, επομένως, ότι είναι κρίσιμης σημασίας σκοπός του σχολείου, και μάλιστα από την παιδική ηλικία, να εθίσει τους μαθητές στο κρίνειν και κρίνεσθαι.
   Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, μέσα σε μια σχολική τάξη λειτουργούν ψυχικά δυναμικά που πολλές φορές μπορεί να την υπερβαίνουν. Κάποτε ανεπανόρθωτα. Αυτό αποκαλύπτεται αναφανδόν αν δώσουμε στα παιδιά την ευκαιρία να κρίνουν το έργο κάποιου συμμαθητή/τριά τους:
  • Άλλος/η κρίνει ατεκμηρίωτα
  • Άλλος/η κρίνει μεροληπτώντας υπερ του/της φίλου/ης,
  • Άλλος/η κρίνει ανταποδοτικά
  • Άλλος/η δεν κρίνει καθόλου, γιατί δήθεν ντρέπεται, δεν έχει γνώμη ή φοβάται μήπως κριθεί κι εκείνος αργότερα
    Νομίζω πως μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να μυήσουμε τους μαθητές μας στη σωστή -αν μπορούμε να το πούμε- κριτική, είναι να διοργανώνουμε συχνά δράσεις που να την περιλαμβάνουν. 
   Μια δράση που προσφάτως αναλάβαμε στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας (Κεφ. 20, Η φύλαξη των ανατολικών συνόρων και οι Ακρίτες) ήταν η διοργάνωση διαγωνισμού ποιητικής απαγγελίας του ποιήματος  "Ο θάνατος του Διγενή". Οι τρεις πρώτοι που θα κατάφερναν να αποστηθίσουν το ποίημα και να το αποδώσουν όσο καλύτερα γινόταν θα αποτελούσαν την τριμελή επιτροπή που θα έκρινε τους υπόλοιπους μαθητές στο διαγωνισμό που θα ακολουθούσε την επόμενη μέρα μέσα στη σχολική τάξη την ώρα του μαθήματος.
   Την άλλη μέρα οι τρεις προσήλθαν με τα ταμπελάκια βαθμολόγησης που έφτιαξαν σπίτι τους και αφού πέρναγε ένας-ένας από τους συμμαθητές τους τους βαθμολογούσαν -ο καθένας μόνος του- πάνω σε τέσσερα κριτήρια που είχαμε συζητήσει: γνώση του ποιήματος, άνεση, κίνηση, θεατρικότητα.
   Η διαδικασία πήγε καλά. Ακολούθησε κριτική επί της κριτικής και της όλης διαδικασίας.

    Συμπέρασμα: Το να κρίνεις και να κρίνεσαι με αξιοπρέπεια απαιτεί ενσυναίσθηση, συναισθηματική νοημοσύνη, υπευθυνότητα και "ψυχική έκθεση".